νέοργος

νέοργος
νέοργος, -ον (Α)
(για τη γη) αυτή που αναζωογονήθηκε, που ενδυναμώθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -ὀργῷ* «είμαι γεμάτος ζωή, γόνιμος» (πρβλ. βαρύ-οργος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεοργοτάτην — νέοργος freshened fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”